- προσηνής
- -ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α(για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ.β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.)μσν.(για τα ευχαριστιακά δώρα) ευάρεστος, ευπρόσδεκτος στον Θεόμσν.-αρχ.γλυκός, ευχάριστος (α. «ξενίᾳ προσανέϊ», Πίνδ.β «ἑκάστοις τι προσηνὲς λέγοντες», Θουκ.) |[αρχ. χρήσιμος, κατάλληλος για κάτι («λύχνῳ προσηνές», Ηρόδ.).επίρρ...προσηνῶς ΜΑμε προσήνεια, με ευγένεια και φιλοφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + -ηνής (< *ἆνος «όψη, πρόσωπο»), πρβλ. απ-ηνής με έκταση λόγω συνθέσεως (βλ. και πρηνής)].
Dictionary of Greek. 2013.